Όταν σήκωσα το κεφάλι μου από τα χαρτιά η ώρα είχε πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Τέντωσα την πλάτη μου, άπλωσα τα χέρια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Μάζεψα τους φακέλους, τους έβαλα πίσω στο συρτάρι, έσβησα τα φώτα, βγήκα από το γραφείο μου και κλείδωσα την πόρτα. Περπάτησα δυο τετράγωνα μέχρι να βγω στον κεντρικό δρόμο και σταμάτησα ένα ταξί. Είχε βρει βλέπετε την κατάλληλη εποχή το αυτοκίνητο μου να τα παίξει και το είχα στο συνεργείο. Έδωσα τη διεύθυνση μου στον οδηγό και άραξα αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα εξουθενωμένος. Είχα μισοκλείσει τα βλέφαρα μου και ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ, αν δεν λαγοκοιμόμουν ήδη, όταν βγήκαμε στην κεντρική λεωφόρο. Τότε γύρισε ο ταξιτζής και μου είπε κάπως διστακτικά ότι από κάπου με ξέρει, αλλά δεν του πήγαινε το μυαλό που ακριβώς. Το συζητήσαμε αναφέροντας όλες τις πιθανές εκδοχές και στο τέλος ανακαλύψαμε ότι ήμασταν συμμαθητές στο λύκειο. Είπαμε τις συνηθισμένες μαλακίες που λένε άνθρωποι που έχουν πάνω από δέκα, δέκα πέντε, χρόνια να βρεθούν και που ουσιαστικά δεν έχουν τίποτα σημαντικό να πουν μεταξύ τους. Ρωτήσαμε ο ένας τον άλλον για άλλους συμμαθητές, αν έχουμε ακόμα επαφή μαζί τους και μερικές σκόρπιες κουβέντες για τα προσωπικά μας. Εγώ φρόντιζα για την καριέρα μου κι εκείνος ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά.
Είχαμε εξαντλήσει ήδη όλα τα... อ่านทั้งเรื่อง