Είχα νοικιάσει μια γκαρσονιέρα και είχα βολευτεί πολύ ωραία. Ο σπιτονοικοκύρης μου, ο κύριος Παναγιώτης, ένας γκριζομάλλης πενηνταπεντάρης πρώην εργοστασιάρχης με πάθος για τα ακίνητα, έμενε στη διπλανή πολυκατοικία με τη γυναίκα του και με άφηνε στην ησυχία μου, ρίχνοντάς μου μόνο παράξενα, κρυφά βλέμματα πίσω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας που στερέωνε πάνω στη μύτη του, όταν με έβλεπε να μπάζω γκόμενους στη γκαρσονιέρα του (όλοι κάνουμε τις κραιπάλες μας ως φοιτητές κι εγώ είχα αρχίσει να εκμεταλλεύομαι το γεγονός ότι αρέσω πολύ στα αρσενικά...)
Την περίοδο που συνέβη το γεγονός που θα σας διηγηθώ, είχα μείνει δυο νοίκια πίσω. Είχα σταματήσει προσωρινά τη δουλειά και προέκυψαν κάποια απρογραμμάτιστα έξοδα που με έκαναν να μην μπορώ να αντεπεξέλθω. Σκόπευα να τελειώσω την εξεταστική και αμέσως μετά να ξαναρχίσω δουλειά για να ξεπληρώσω το χρέος μου (που στο φινάλε δεν ήταν και κανένα τεράστιο ποσό). Λογάριαζα όμως χωρίς τον...σπιτονοικοκύρη.
Ένα πρωινό του Ιουνίου χτύπησε το κουδούνι. Μόλις είχα βγει από το μπάνιο και φορούσα ένα ροζ κοντό μπουρνούζι. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον κυρ-Παναγιώτη. Φορούσε μόνο μια γκρι βερμούδα και μια άσπρη φανέλα, μέσα από την οποία προεξείχε η μεγάλη, ολοστρόγγυλη κοιλιά του. Μου έριξε μια διαπεραστική ματιά με τα πράσινα μάτια του και με καλημέρισε.
Τον καλημέρισα κι εγώ και παραμέρισα για να τον αφήσω να περάσει. Είχα καταλάβει τον λόγο για τον οποίο είχε έρθει: ημέρα εξόφλησης λογαριασμών. Καθίσαμε και ο κυρ - Παναγιώτης μπήκε αμέσως στο ψητό: δύο νοίκια που του χρωστούσα συν ένα του Ιουνίου ίσον τρία. Βάλε και τα κοινόχρηστα, το συνολικό ... อ่านทั้งเรื่อง