Κάποια μέρα, ο Μ καθόταν και κοίταζε τα δαχτυλάκια της Κωνσταντίνας, τα οποία ήταν φρεσκοβαμμένα σε έντονο κόκκινο χρώμα. Η κοπέλα τον κατάλαβε και τον πλησίασε. Με τον αυταρχικό της τόνο του είπε:
-Ρε μαλακισμένο, τι κοιτάς; Σου αρέσουν οι πατούσες μου;
Εκείνος αδυνατούσε να απαντήσει. Και τι να έλεγε; «Ξέρεις, από τότε που σε είδα, ονειρεύομαι να σου φιλήσω τα πόδια»;
-Απάντα, ρε ηλίθιο. Σου αρέσουν; Θέλεις να τις φιλήσεις;
-Εεεεε..... Η αλήθεια είναι ότι..... να...... πως να το πω....τα πόδια σου είναι πολύ ωραία και....
-Καλά, κατάλαβα. Ακολούθησέ με!
Εκείνος, σαν μαγεμένος ακολουθούσε την κοπέλα. Δεν καταλάβαινε καν που πήγαιναν. Κοίταζε χαμηλά, εκεί που το πόδι της κοπέλας με κάθε βήμα ‘’ξεκολλούσε’’ από τη σαγιονάρα και του αποκαλυπτόταν η εξαίσια πατούσα. Οι δυο τους μπήκαν σε μία τάξη. Εκεί η κοπέλα έκατσε πάνω σε ένα θρανίο και άρχισε να παίζει με τις σαγιονάρες της. Ο Μ κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό.
-Λοιπόν, μαλακισμένο, είπες ότι θες να φιλήσεις τα πόδια μου. Σωστά;
-Μάλιστα.
-Για να σου το επιτρέψω, πρέπει να με παρακαλέσεις πολύ θερμά. Ξεκίνα!
Εκείνος έπεσε αμέσως στα γόνατα, αγκάλιασε τα πόδια της κοπέλας και άρχισε να λέει:
-Σε παρακαλώ, αρχόντισσά μου, άφησέ με να φιλήσω τα πόδια σου. Το ξέρω ότι είμαι ανάξιος, αλλά σε ικετεύω να με αφήσεις να σου δείξω την αφοσίωσή μου.
Δεν είχε μιλήσει ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο σε κοπέ... อ่านทั้งเรื่อง