Είχα ξαπλώσει μπρούμυτα, διάβαζα ένα βιβλίο και κόντευε να με πάρει ο ύπνος, όταν με την άκρη του ματιού μου διέκρινα μια κίνηση. Κάποιος κατηφόριζε από τον κεντρικό δρόμο προς την παραλία. Για μια στιγμή σκέφτηκα να ξαναβάλω το μαγιό μου, αλλά το μετάνιωσα. Σιγά σιγά άρχιζα να ξεχωρίζω τον άνθρωπο που ερχόταν προς το μέρος μου. Ήταν κοντός, περίπου 1.65 γύρω στα 40, ενώ από τα ρούχα του κατάλαβα, ότι ήταν μάλλον κάποιος αλλοδαπός εργάτης. Φορούσε παλιό γκρι φανελένιο παντελόνι, μακρύ πουκάμισο και κάτι φθαρμένα αθλητικά παπούτσια. Πρέπει να έσκαγε από την ζέστη. Τον είδα να πλησιάζει, αλλά δεν κουνήθηκα, παρέμενα ξαπλωμένος μπρούμυτα, ενώ η ιδέα ότι το κωλαράκι μου ήταν εκτεθειμένο εκτός από τον ήλιο και στα μάτια ενός άγνωστου άντρα, έκανε το καβλί μου να ξυπνήσει λίγο. Ο άγνωστος πέρασε ακριβώς από δίπλα μου, σήκωσε το χέρι του με χαιρέτησε και μετά προχώρησε γύρω στα 10 μέτρα παρακάτω και έκατσε στην άμμο.
Συνέχισα να διαβάζω το βιβλίο μου ενώ με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα και τον άγνωστο. Δεν πέρασαν 10 λεπτά και τον είδα να σηκώνεται και να έρχεται πάλι προς το μέρος μου. Εγώ εξακολουθούσα να είμαι ξαπλωμένος μπρούμυτα, ενώ πίεζα την σηκωμένη μου πούτσα πάνω στην πετσέτα θαλάσσης. Τώρα πια και να ήθελα δεν θα μπορούσα να σηκωθώ αφού θα γινόμουν ρόμπα. - Μήπως έχεις τσιγάρο; μου είπε
- Ναι βέβαια, μισό λεπτό είπα και έψαξα να βρω το πακέτο μου.
- Θέλεις παρέα ή να φύγω; με ρώτησε
- Μείνε, του απαν... อ่านทั้งเรื่อง