Στις 8.30 έβγαινα απ το ντους. Το ρολόι με άγχωνε... έτρεχε πολύ γρήγορα και απελπιστικά αργά την ίδια στιγμή. Δύο χρόνοι παράλληλοι. Να προλάβω απ τη μία και ανυπομονησία απ την άλλη. Ξυρίστηκα... Τι να βάλω...; Νομίζεις ότι μόνο οι γυναίκες έχουν τέτοια διλήμματα; Είναι μήπως απ αυτές που κοιτάνε το μαλλί, η τα παπούτσια... Ω θεέ μου τα παπούτσια θέλουν καθάρισμα.... Δεν προλάβαινα με το αυτοκίνητο... με τη μηχανή τότε... δε θα καθυστερούσα με το παρκάρισμα τουλάχιστον. Τσιγάρα, κλειδιά, αναπτήρας... δύο καλού κακού... κι ένας τρίτος επειδή βρίσκεται μπροστά μου. Τη σακούλα... να μη ξεχάσω τη σακούλα.... Καλώ το ασανσέρ... Γμτ ξέχασα τη σακούλα!!! Πάλι μέσα, την αρπάζω... κάποιος πούστης πήρε το ασανσέρ.
Τη στιγμή που μπαίνω στον Ναυτικό Όμιλο χτυπάει το κινητό... «Πού είσαι;»
ρωτάω πριν ακόμη ξέρω ποιος με καλεί. «Εδώ...» κοιτάω γύρω ... να ένα σηκωμένο χέρι... Πλησιάζω... με παρακολουθεί. Στέκομαι μπροστά της... «Έλενα;» καταφέρνω να τραυλίσω... Απλώνω το χέρι μου για χειραψία και η Έλενα τινάζεται απ τη καρέκλα και τυλίγει τα χέρια της στο λαιμό μου και με φιλάει...
«Κάτσε... έχω ήδη παραγγείλει... νομίζω ότι θα σου αρέσουν» μου λέει ενώ κάθομαι δίπλα της χωρίς να έχω αφήσει το χέρι της. «Άφησα το κρασί σε σένα...». Εκτός από τη μελιτζανοσαλάτα όλα ήταν τέλεια...
Είχαμε φτάσει στο τέλος του δεύτερου μπουκαλιού, χαλαρωμένος, με κόκκινα μάγουλα η Έλενα και με μάτια που έλαμπαν κάθε φορά που τη κοίταζα. Ήταν σα να την ήξερα χρόνια... Μιλούσαμε ασταμάτητα και μετά σιωπή... Όχι αμήχανη σιωπή... μια άνετη σιωπή που βοηθούσε ν αφομοιώσουμε τα λόγια του άλλ... อ่านทั้งเรื่อง