Στις 8 το πρωί, την επόμενη μέρα, το ταξί βρισκόταν μπροστά στον πύργο. Έτοιμος από τα χαράματα, όρμησα έξω κρατώντας μια μικρή βαλιτσούλα με τα απαραίτητα για τη διαδρομή. Τα βαριά πράγματα είχαν ήδη σταλεί και τακτοποιηθεί στο νέο σπίτι. Χώθηκα όπως-όπως στο ταξί, αφήνοντας τη βαλίτσα στον ταξιτζή να την τακτοποιήσει στο πορτ-μπαγκάζ. Σε λίγο ξεκινούσα για τη μεγάλη περιπέτεια.
Το ταξί έτρεχε γρήγορα σηκώνοντας σύννεφο σκόνης στο πέρασμα του. Γρήγορα μπήκε στη δημοσιά. Δεν χόρταινα αχόρταγα το τοπίο. Μπήκαμε στον εθνικό δρόμο. Ατελείωτος, πλατύς, με πολλά άλλα αυτοκίνητα να κινούνται δίπλα τους. Η χαρά μου δεν περιγραφόταν.
Η ματιά μου καρφώθηκε στον καθρέφτη του αμαξιού. Δύο κατάμαυρα μάτια με κοιτούσαν επίμονα. Για πρώτη φορά πρόσεξα τον ταξιτζή. Δεν φαινόταν πάνω από 40. Με συνοφρυωμένο παρουσιαστικό και τραχύ πρόσωπο, οδηγούσε σταθερά το ταξί καταπίνοντας τα χιλιόμετρα του δρόμου. Μελαχρινός, με μια αυξανόμενη καράφλα στο μέτωπο, με ένα παχύ μαύρο μουστάκι τσιγκελωτό προς τα κ... อ่านทั้งเรื่อง